- μελοδραμάτιο
- τομικρό μελόδραμα, οπερέτα, αρχικά μονόπρακτη, αργότερα με τρεις ή τέσσερεις πράξεις και με περιεχόμενο και ύφος ελαφρότερο από την κωμική όπερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελόδραμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.